επίπλοκος

επίπλοκος
-η, -ο (Α ἐπίπλοκος, -ον)
περίπλοκος, περιπεπλεγμένος
αρχ.
1. μτφ. ποικίλος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπίπλοκον
(για τον λόγο) η ποικιλία, η έντεχνη σύνθεση, το να είναι ο λόγος διανθισμένος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”